είδος
[ˈiðos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sorteθηλυκό | Femininum, weiblich fείδος μορφή, ποιότηταArtθηλυκό | Femininum, weiblich fείδος μορφή, ποιότηταείδος μορφή, ποιότητα
- Artikelαρσενικό | Maskulinum, männlich mείδος εμπόριο | HandelεμπWareθηλυκό | Femininum, weiblich fείδος εμπόριο | Handelεμπείδος εμπόριο | Handelεμπ
- Speziesθηλυκό | Femininum, weiblich fείδος ζωολογία | ZoologieζωολArtθηλυκό | Femininum, weiblich fείδος ζωολογία | Zoologieζωολείδος ζωολογία | Zoologieζωολ
- Gattungθηλυκό | Femininum, weiblich fείδος ομάδα πραγμάτων με κοινές ιδιότητεςείδος ομάδα πραγμάτων με κοινές ιδιότητες