πλυντήριο
[plinˈdirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Waschmaschineθηλυκό | Femininum, weiblich fπλυντήριο συσκευήπλυντήριο συσκευή
- Wäschereiθηλυκό | Femininum, weiblich fπλυντήριο κατάστημαπλυντήριο κατάστημα
- Waschsalonαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλυντήριο με αυτόματα πλυντήριαπλυντήριο με αυτόματα πλυντήρια
examples
- πλυντήριο αυτοκινήτωνAutowäscheθηλυκό | Femininum, weiblich fAutowaschanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πλυντήριο πιάτωνGeschirrspülmaschineθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples