„τόσο“: επίρρημα τόσο [ˈtoso]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) so, so viel, so sehr, dermaßen, derart so, so viel, so sehr, dermaßen τόσο δήλωση ποσότητας vorεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ.επίρρημα | Adverb adv τόσο δήλωση ποσότητας vorεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ.επίρρημα | Adverb adv derart(ig) (που dass) τόσο τέτοιο τόσο τέτοιο examples τόσο … όσο so … wie τόσο … όσο όσο … τόσο je … desto όσο … τόσο τόσο το καλύτερο desto τόσο το καλύτερο τόσο το καλύτερο umso besser τόσο το καλύτερο τόσο μεγάλος/μικρός so groß/klein τόσο μεγάλος/μικρός τόσο όμορφα! so schön! τόσο όμορφα! τόσο καλά! ειρωνικά | ironischειρων das ist ja wunderbar! τόσο καλά! ειρωνικά | ironischειρων τόσο λίγο ebenso wenig τόσο λίγο μη μιλάς τόσο πολύ red nicht so viel μη μιλάς τόσο πολύ τόσο; so lange? τόσο; hide examplesshow examples