„μαγειρεύω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα μαγειρεύω [majiˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα; -εύτηκα; -εμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kochen kochen μαγειρεύω μαγειρεύω examples μαγειρεύω σε κάποιον für jemanden kochen, jemanden bekochen μαγειρεύω σε κάποιον μαγειρεύω σε κάποιον μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ aushecken μαγειρεύω σε κάποιον μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ μαγειρεύω καλά durchbraten μαγειρεύω καλά μαγειρεύω στον ατμό dampfgaren μαγειρεύω στον ατμό hide examplesshow examples