Greek-German translation for "εις"
"εις" German translation
Hochsprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Hochspringerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hochspringerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εις διπλούν
in doppelter Ausfertigung
εις διπλούν
Weitspringerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
άλμα εις τριπλούν
Dreisprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m
άλμα εις τριπλούν
Weitspringerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Weitsprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εγκληματικότητα εις βάρος του περιβάλλοντος
Umweltkriminalitätθηλυκό | Femininum, weiblich f
εγκληματικότητα εις βάρος του περιβάλλοντος