„γλαύκα“: θηλυκό γλαύκα [ˈɣlafka]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eule Euleθηλυκό | Femininum, weiblich f γλαύκα γλαύκα examples κομίζω γλαύκα εις Αθήνας παροιμία Eulen nach Athen tragen κομίζω γλαύκα εις Αθήνας παροιμία