„Hochspringerin“: Femininum, weiblich HochspringerinFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αθλήτρια άλματος εις ύψος αθλήτριαFemininum, weiblich | θηλυκό f άλματος εις ύψος Hochspringerin Hochspringerin