άλμα
[ˈalma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sprungαρσενικό | Maskulinum, männlich mάλμα αθλητισμός | Sportαθλάλμα αθλητισμός | Sportαθλ
examples
- άλμα εις μήκος/εις ύψος/επί κοντώWeit-/Hoch-/Stabhochsprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Weitsprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- άλμα εις τριπλούνDreisprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples