„Weitspringer“: Maskulinum, männlich WeitspringerMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αθλητής άλματος εις μήκος αθλητήςMaskulinum, männlich | αρσενικό m άλματος εις μήκος Weitspringer Sport | αθλητισμόςSPORT Weitspringer Sport | αθλητισμόςSPORT