πήλινος
[ˈpilinos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πήλινη, πήλινοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πήλινα σκεύηπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplTonwarenπληθυντικός | Plural pl
- πήλινη σόμπαθηλυκό | Femininum, weiblich fKachelofenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πήλινο τούβλοουδέτερο | Neutrum, sächlich nLehmziegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples
πήλινος
[ˈpilinos]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πήλιναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplTöpferwarenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl