ψηφιακός
[psifiaˈkos], ψηφιακή, ψηφιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ψηφιακή ένδειξηθηλυκό | Femininum, weiblich fDigitalanzeigeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ψηφιακή επεξεργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f εικόναςdigitale Bildbearbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ψηφιακή εποχήθηλυκό | Femininum, weiblich fDigitalzeitalterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples