Drehscheibe
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- περιστρεφόμενος δίσκοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mDrehscheibeDrehscheibe
- στρεφόμενη γέφυραFemininum, weiblich | θηλυκό fDrehscheibe Bahn | σιδηρόδρομοςBAHNDrehscheibe Bahn | σιδηρόδρομοςBAHN