βόμβα
[ˈvomva]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bombeθηλυκό | Femininum, weiblich fβόμβαβόμβα
- Fuselαρσενικό | Maskulinum, männlich mβόμβα ποτό οικείο | umgangssprachlichοικβόμβα ποτό οικείο | umgangssprachlichοικ
examples
- βόμβα θρυμματισμούSplitterbombeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βόμβα μπογιάςFarbbeutelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples