„Leihwagen“: Maskulinum, männlich LeihwagenMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νοικιασμένο αυτοκίνητο νοικιασμένο αυτοκίνητοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Leihwagen Leihwagen