αθλητικός
[aθlitiˈkos], αθλητική, αθλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sportlichαθλητικόςαθλητικός
- Sport-αθλητικόςαθλητικός
- athletischαθλητικός σώμααθλητικός σώμα
examples
- αθλητικά είδηπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplTurnzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nαθλητικά είδηπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- αθλητικά νέαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSportnachrichtenπληθυντικός | Plural plαθλητικά νέαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- αθλητικά παπούτσιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplLaufschuheπληθυντικός | Plural plαθλητικά παπούτσιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- hide examplesshow examples