τμήμα
[ˈtmima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Teilαρσενικό | Maskulinum, männlich mτμήμα μέροςτμήμα μέρος
- Abschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mτμήμα κειμένουτμήμα κειμένου
- Abteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fτμήμα υπηρεσίας, καταστήματοςτμήμα υπηρεσίας, καταστήματος
- Stationθηλυκό | Femininum, weiblich fτμήμα νοσοκομείουτμήμα νοσοκομείου
- Polizeirevierουδέτερο | Neutrum, sächlich nτμήμα αστυνομικόPolizeiwacheθηλυκό | Femininum, weiblich fτμήμα αστυνομικότμήμα αστυνομικό
- Kursαρσενικό | Maskulinum, männlich mτμήμα σχολής γλωσσώντμήμα σχολής γλωσσών
examples
- τμήμα ανθρωποκτονιώνMordkommissionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τμήμα αποστολώνVersandabteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τμήμα αποστολώνAbfertigungsschalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples