Greek-German translation for "τμήμα"

"τμήμα" German translation

τμήμα
[ˈtmima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Teilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τμήμα μέρος
    τμήμα μέρος
  • Abschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τμήμα κειμένου
    τμήμα κειμένου
  • Abteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τμήμα υπηρεσίας, καταστήματος
    τμήμα υπηρεσίας, καταστήματος
  • Stationθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τμήμα νοσοκομείου
    τμήμα νοσοκομείου
  • Polizeirevierουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    τμήμα αστυνομικό
    Polizeiwacheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τμήμα αστυνομικό
    τμήμα αστυνομικό
  • Kursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τμήμα σχολής γλωσσών
    τμήμα σχολής γλωσσών
examples
  • τμήμα ανθρωποκτονιών
    Mordkommissionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τμήμα ανθρωποκτονιών
  • τμήμα αποστολών
    Versandabteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τμήμα αποστολών
  • τμήμα αποστολών
    Abfertigungsschalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τμήμα αποστολών
  • hide examplesshow examples
αστυνομικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Polizeiwacheθηλυκό | Femininum, weiblich f
Polizeirevierουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αστυνομικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αθλητικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Sportteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αθλητικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κεντρικό αστυνομικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Hauptwacheθηλυκό | Femininum, weiblich f
κεντρικό αστυνομικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
τεχνικό τμήμα
Technikθηλυκό | Femininum, weiblich f
τεχνικό τμήμα
πλευρικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Flankeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πλευρικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μεσαίο τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Mittelteilαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/n
μεσαίο τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
διοικητικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Dezernatουδέτερο | Neutrum, sächlich n
διοικητικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
οικονομικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Wirtschaftsteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
οικονομικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
χειρουργικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Chirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich f
χειρουργικό τμήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μεταφέρω στο τμήμα
μεταφέρω στο τμήμα

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: