φόρμα
[ˈforma]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Formθηλυκό | Femininum, weiblich fφόρμα σχήμα, γλυκούφόρμα σχήμα, γλυκού
- Trainingsanzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mφόρμα αθλητικήφόρμα αθλητική
- Overallαρσενικό | Maskulinum, männlich mφόρμα ολόσωμηφόρμα ολόσωμη
- Konditionθηλυκό | Femininum, weiblich fφόρμα καλή φυσική κατάστασηφόρμα καλή φυσική κατάσταση
- Formularουδέτερο | Neutrum, sächlich nφόρμα έντυπο έγγραφοScheinαρσενικό | Maskulinum, männlich mφόρμα έντυπο έγγραφοφόρμα έντυπο έγγραφο
examples
-
- φόρμα εμβάσματοςÜberweisungsscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φόρμα κέικKuchenformθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples