όμιλος
[ˈomilos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vereinαρσενικό | Maskulinum, männlich mόμιλοςGesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fόμιλοςόμιλος
- Gruppeθηλυκό | Femininum, weiblich fόμιλος ομάδαόμιλος ομάδα
examples
- αθλητικός όμιλοςSportvereinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- όμιλος επαγγελματιών αθλητισμός | SportαθλProfiligaθηλυκό | Femininum, weiblich f
- όμιλος επιχειρήσεωνFirmengruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples