„startklar“: Adjektiv startklarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έτοιμος για απογείωση, έτοιμος για συμμετοχή στον αγώνα έτοιμος για απογείωση startklar Luftfahrt | αεροπορίαFLUG startklar Luftfahrt | αεροπορίαFLUG έτοιμος για συμμετοχή στον αγώνα startklar Sport | αθλητισμόςSPORT startklar Sport | αθλητισμόςSPORT