„orthodox“: Adjektiv orthodoxAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ορθόδοξος ορθόδοξος orthodox Religion | θρησκείαRELauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig orthodox Religion | θρησκείαRELauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig