„blank“: Adjektiv blankAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στιλπνός, γυαλιστερός, καθαρός, σκέτος στιλπνός, γυαλιστερός blank glänzend blank glänzend καθαρός, σκέτος blank offensichtlich blank offensichtlich examples blanker Unsinn καθαρή ανοησίαFemininum, weiblich | θηλυκό f blanker Unsinn blank sein umgangssprachlich | οικείοumg είμαι πανί με πανί blank sein umgangssprachlich | οικείοumg