„eitel“: Adjektiv eitelAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ματαιόδοξος, φιλάρεσκος ματαιόδοξος, φιλάρεσκος eitel eitel examples eitle Hoffnungen φρούδες ελπίδες eitle Hoffnungen