„lesen“: transitives Verb lesentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t <liest; las; gelesen; Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διαβάζω, διαβάζω διαβάζω lesen Buch lesen Buch διαβάζω lesen vorlesen lesen vorlesen examples ich lese gerne μου αρέσει να διαβάζωoder | ή od το διάβασμα ich lese gerne
„Lesen“: Neutrum, sächlich LesenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διάβασμα, ανάγνωση διάβασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Lesen ανάγνωση Lesen Lesen examples Lesen und Schreiben γραφήFemininum, weiblich | θηλυκό f και ανάγνωση Lesen und Schreiben