σκέψη
[ˈskjepsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Denkenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκέψη νοητική ικανότηταDenkfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσκέψη νοητική ικανότητασκέψη νοητική ικανότητα
- Gedankeαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκέψη ό,τι σκεφτόμαστεσκέψη ό,τι σκεφτόμαστε
- Überlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fσκέψη συλλογισμόςErwägungθηλυκό | Femininum, weiblich fσκέψη συλλογισμόςσκέψη συλλογισμός
- Nachdenkenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκέψη περισυλλογήσκέψη περισυλλογή