„ψέλνω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα ψέλνω [ˈpselno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) singen singen ψέλνω ψέλνω examples τα ψέλνω σε κάποιον οικείο | umgangssprachlichοικ jemandem die Leviten lesen τα ψέλνω σε κάποιον οικείο | umgangssprachlichοικ