Bogen
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -; regional verwendet | ιδιωματισμόςreg Bögen>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τόξοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBogen Biegung, KurveκαμπήFemininum, weiblich | θηλυκό fBogen Biegung, KurveBogen Biegung, Kurve
- τόξοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBogen Waffe Sport | αθλητισμόςSPORTBogen Waffe Sport | αθλητισμόςSPORT
- αψίδαFemininum, weiblich | θηλυκό fBogen Architektur | αρχιτεκτονικήARCHBogen Architektur | αρχιτεκτονικήARCH
- Bogen Papier
- δοξάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBogen Musik | μουσικήMUSBogen Musik | μουσικήMUS
examples
- mit dieser Bemerkung hat sie den Bogen überspannt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumgτο παραξήλωσε με αυτό το σχόλιο
- um Hunde macht er einen großen Bogenκάνει μεγάλο κύκλο για να αποφύγει τα σκυλιά