φύλλο
[ˈfilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Blattουδέτερο | Neutrum, sächlich nφύλλο δέντρουφύλλο δέντρου
- (Papier-)Bogenαρσενικό | Maskulinum, männlich mφύλλο χαρτιούφύλλο χαρτιού
- Spielkarteθηλυκό | Femininum, weiblich fφύλλο χαρτοπαιγνίουφύλλο χαρτοπαιγνίου
- Flügelαρσενικό | Maskulinum, männlich mφύλλο παράθυρουφύλλο παράθυρου
- Tabelleθηλυκό | Femininum, weiblich fφύλλο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υφύλλο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ