τόξο
[ˈtokso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bogenαρσενικό | Maskulinum, männlich mτόξο όπλο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιττόξο όπλο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ
- Armbrustθηλυκό | Femininum, weiblich fτόξο σε σχήμα σταυρούτόξο σε σχήμα σταυρού
- Pfeilαρσενικό | Maskulinum, männlich mτόξο βέλοςτόξο βέλος
- Hinweispfeilαρσενικό | Maskulinum, männlich mτόξο πινακίδαςτόξο πινακίδας
examples
- ουράνιο τόξοRegenbogenαρσενικό | Maskulinum, männlich m