κόλλα
[ˈkola]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Klebstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόλλα γενκόλλα γεν
- Leimαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόλλα για ξύλοκόλλα για ξύλο
- Kleisterαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόλλακόλλα
- (Wäsche-)Stärkeθηλυκό | Femininum, weiblich fκόλλα για τα ρούχακόλλα για τα ρούχα
- Blattουδέτερο | Neutrum, sächlich nκόλλα χαρτιού(Papier-)Bogenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόλλα χαρτιούκόλλα χαρτιού
examples
-
- κόλλα στιγμήςSekundenkleberαρσενικό | Maskulinum, männlich m