γυαλιστερός
[jalisteˈros], γυαλιστερή, γυαλιστερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- glänzendγυαλιστερόςγυαλιστερός
examples
- γυαλιστερό φινίρισμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nHochglanzpoliturθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γυαλιστερό χαρτίουδέτερο | Neutrum, sächlich n(Hoch)Glanzpapierουδέτερο | Neutrum, sächlich n