Anspruch
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αξίωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fAnspruch ForderungαπαίτησηFemininum, weiblich | θηλυκό fAnspruch ForderungδιεκδίκησηFemininum, weiblich | θηλυκό fAnspruch ForderungAnspruch Forderung
- δικαίωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n (auf σε)Anspruch RechtAnspruch Recht
examples
- Anspruch habenδικαιούμαι (aufAkkusativ | αιτιατική akk)
-
- χρησιμοποιώ κάτι