απαίτηση
[aˈpetisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπαίτηση(An-)Forderungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπαίτησηαπαίτηση
examples
- απαιτήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ενέργειαςEnergiebedarfαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- απαιτήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μισθούGehaltsforderungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απαιτήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl συστήματος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υHardwareanforderungenπληθυντικός | Plural plSystemvoraussetzungenπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples