„Moment“: Maskulinum, männlich MomentMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στιγμή, λεπτό στιγμήFemininum, weiblich | θηλυκό f Moment λεπτόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Moment Moment examples einen Moment! μια στιγμή!, ένα λεπτό! einen Moment!