„όρθιος“ όρθιος [ˈorθios], όρθια, όρθιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stehend, im Stehen, aufrecht, gerade stehend, im Stehen όρθιος όχι καθιστός όρθιος όχι καθιστός aufrecht, gerade όρθιος στητός όρθιος στητός examples είμαι όρθιος stehen είμαι όρθιος στα όρθια im Stehen στα όρθια όρθιο κολάροουδέτερο | Neutrum, sächlich n Stehkragenαρσενικό | Maskulinum, männlich m όρθιο κολάροουδέτερο | Neutrum, sächlich n όρθιο κολύμπιουδέτερο | Neutrum, sächlich n αθλητισμός | Sportαθλ Wassertretenουδέτερο | Neutrum, sächlich n όρθιο κολύμπιουδέτερο | Neutrum, sächlich n αθλητισμός | Sportαθλ όρθιο σχήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Hochformatουδέτερο | Neutrum, sächlich n όρθιο σχήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n hide examplesshow examples