„aufrecht“: Adjektiv aufrechtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) όρθιος, ορθός, ευθύς, ακέραιος, ειλικρινής όρθιος, ορθός aufrecht aufrecht ευθύς, ακέραιος, ειλικρινής aufrecht redlich aufrecht redlich