„Kletterpflanze“: Femininum, weiblich KletterpflanzeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αναρριχητικό φυτό αναρριχητικό φυτόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Kletterpflanze Kletterpflanze