„Zimmerpflanze“: Femininum, weiblich ZimmerpflanzeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φυτό εσωτερικού χώρου φυτόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n εσωτερικού χώρου Zimmerpflanze Zimmerpflanze