„Arzneipflanze“: Femininum, weiblich ArzneipflanzeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φαρμακευτικό φυτό φαρμακευτικό φυτόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Arzneipflanze Arzneipflanze