υπηρεσιακός
[ipiresiaˈkos], υπηρεσιακή, υπηρεσιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- dienstlich, Dienst-, amtlichυπηρεσιακόςυπηρεσιακός
examples
- υπηρεσιακά καθήκονταπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplAmtsgeschäfteπληθυντικός | Plural pl
- υπηρεσιακή εντολήθηλυκό | Femininum, weiblich fDienstanweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υπηρεσιακή οδόςθηλυκό | Femininum, weiblich fAmtswegαρσενικό | Maskulinum, männlich mDienstwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples