κανονισμός
[kanonizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Regelungθηλυκό | Femininum, weiblich fκανονισμός ρύθμισηκανονισμός ρύθμιση
- Satzungθηλυκό | Femininum, weiblich fκανονισμός σύνολο κανόνωνVorschriftθηλυκό | Femininum, weiblich fκανονισμός σύνολο κανόνωνVerordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fκανονισμός σύνολο κανόνωνκανονισμός σύνολο κανόνων
- (Geschäfts-, Haus-)Ordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fκανονισμός πολυκατοικίαςκανονισμός πολυκατοικίας
examples
- κανονισμοίπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl εισαγωγώνEinfuhrbestimmungenπληθυντικός | Plural pl
- κανονισμοίπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl εξαγωγώνAusfuhrbestimmungenπληθυντικός | Plural pl
- κανονισμοίπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl κατασκευήςπληθυντικός | Plural plBauvorschriftenπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples