εντολή
[endoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Auftragαρσενικό | Maskulinum, männlich mεντολή παραγγελίαεντολή παραγγελία
- Anweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fεντολή οδηγίαεντολή οδηγία
- Gebotουδέτερο | Neutrum, sächlich nεντολή θρησκεία | Religionθρησκεντολή θρησκεία | Religionθρησκ
- Befehlαρσενικό | Maskulinum, männlich mεντολή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεντολή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- Mandatουδέτερο | Neutrum, sächlich nεντολή πολιτική | Politikπολιτεντολή πολιτική | Politikπολιτ
examples
- κατ’ εντολήνim Auftrag (gen/gen)
- εντολή ανάληψης δράσηςEinsatzbefehlαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εντολή αυτόματης χρέωσης λογαριασμού οικονομία | WirtschaftοικονEinzugsermächtigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples