„τραπέζι“: ουδέτερο τραπέζι [traˈpezi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tisch Tischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι τραπέζι examples στο τραπέζι bei Tisch στο τραπέζι κάνω το τραπέζι σε κάποιον jemanden zum Essen einladen κάνω το τραπέζι σε κάποιον τραπέζι αλλαγής μωρού Wickeltischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι αλλαγής μωρού τραπέζι δείπνου Festtafelθηλυκό | Femininum, weiblich f τραπέζι δείπνου τραπέζι κήπου Gartentischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι κήπου τραπέζι κινητής βάσης Tapeziertischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι κινητής βάσης τραπέζι κουζίνας Küchentischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι κουζίνας τραπέζι μπιλιάρδου Billardtischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι μπιλιάρδου τραπέζι πινγκ-πονγκ Tischtennisplatteθηλυκό | Femininum, weiblich f τραπέζι πινγκ-πονγκ τραπέζι πόκερ Pokertischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι πόκερ τραπέζι του φαγητού Esstischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι του φαγητού τραπέζι τουαλέτας Frisiertischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι τουαλέτας τραπέζι των διαπραγματεύσεων Verhandlungstischαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπέζι των διαπραγματεύσεων hide examplesshow examples