στιγμή
[stiɣˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Augenblickαρσενικό | Maskulinum, männlich mστιγμήMomentαρσενικό | Maskulinum, männlich mστιγμήστιγμή
- Zeitpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mστιγμή κατάλληλος χρόνοςστιγμή κατάλληλος χρόνος