„πυρ“: ουδέτερο πυρ [pir]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; πυρός; πληθυντικός | Pluralpl; πυρά> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feuer Feuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n πυρ πυρ examples πυρ! στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ Feuer! πυρ! στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ δέχομαι πυράκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ unter Beschuss geraten δέχομαι πυράκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ το θράσος του με κάνει πυρ και μανία οικείο | umgangssprachlichοικ seine Meckerei bringt mich zur Weißglut το θράσος του με κάνει πυρ και μανία οικείο | umgangssprachlichοικ το θράσος του με κάνει πυρ και μανία οικείο | umgangssprachlichοικ auf die Palme το θράσος του με κάνει πυρ και μανία οικείο | umgangssprachlichοικ hide examplesshow examples