„Weißglut“: Femininum, weiblich WeißglutFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάνω κάποιον πυρ και μανία examples jemanden zur Weißglut bringen κάνω κάποιον πυρ και μανία jemanden zur Weißglut bringen