μανία
[maˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Manieθηλυκό | Femininum, weiblich fμανίαμανία
- Wahn(sinn)αρσενικό | Maskulinum, männlich mμανία παραφροσύνημανία παραφροσύνη
- Wutθηλυκό | Femininum, weiblich fμανία οργήμανία οργή
- Leidenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fμανία πάθοςSuchtθηλυκό | Femininum, weiblich fμανία πάθοςBesessenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fμανία πάθοςμανία πάθος
- Faibleουδέτερο | Neutrum, sächlich n (με für)μανία λόξαFimmelαρσενικό | Maskulinum, männlich m (με für)μανία λόξαμανία λόξα
examples
- μανία για διασκεδάσειςVergnügungssuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μανία καθαριότηταςSauberkeitsfimmelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μανία καταδίωξηςVerfolgungswahnαρσενικό | Maskulinum, männlich m