„Kreuzfeuer“: Neutrum, sächlich KreuzfeuerNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διασταυρούμενο πυρ, στόχαστρο διασταυρούμενο πυρNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Kreuzfeuer Kreuzfeuer στόχαστροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Kreuzfeuer in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Kreuzfeuer in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig examples ins Kreuzfeuer geratenauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig βρίσκομαι ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά ins Kreuzfeuer geratenauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig