Grenzschutz
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- συνοριακή προστασίαFemininum, weiblich | θηλυκό fGrenzschutzGrenzschutz
- συνοριακοί φύλακεςMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mplGrenzschutz TruppenGrenzschutz Truppen