πιάνω
[ˈpjano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πιάνω παίρνω
- (fest)haltenπιάνω κρατώπιάνω κρατώ
- anfassenπιάνω αγγίζωπιάνω αγγίζω
- packenπιάνω αρπάζωπιάνω αρπάζω
- aufnehmenπιάνω δουλειάπιάνω δουλειά
- mitkriegenπιάνω καταλαβαίνω οικείο | umgangssprachlichοικπιάνω καταλαβαίνω οικείο | umgangssprachlichοικ
- anfangenπιάνω αρχίζωπιάνω αρχίζω
- einquetschen, einklemmenπιάνω μαγκώνωπιάνω μαγκώνω
- mietenπιάνω νοικιάζωπιάνω νοικιάζω
- schnappenπιάνω δραπέτη, κλέφτηπιάνω δραπέτη, κλέφτη
- fangenπιάνω μπάλαπιάνω μπάλα
- erwischenπιάνω κλέφτηπιάνω κλέφτη
- packenπιάνω φόβοςπιάνω φόβος
- πιάνω θέση, κάθισμα
- reservierenπιάνω θέση, δωμάτιοπιάνω θέση, δωμάτιο
- einnehmenπιάνω για χώροπιάνω για χώρο
- schließenπιάνω φιλίαπιάνω φιλία
- empfangenπιάνω στο ραδιόφωνοπιάνω στο ραδιόφωνο
- fühlenπιάνω σφυγμόπιάνω σφυγμό
examples
-
- το ’πιασες; οικείο | umgangssprachlichοικhast du es kapiert?
hide examplesshow examples