ξερός
[kseˈros], ξερή, ξερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
-
- ξερά δαμάσκηναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplBackpflaumenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- ξερός κόκκοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαυροπίπερουPfefferkornουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples